- μεγαλοφωνούσας
- μεγαλοφωνούσᾱς , μεγαλοφωνέωpres part act fem acc pl (attic epic doric)μεγαλοφωνούσᾱς , μεγαλοφωνέωpres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.